- αντεπιτειχίζω
- ἀντεπιτειχίζω (Α)1. υψώνω επιτείχισμα για ν' αντιμετωπίσω επιτείχισμα του εχθρού2. χτίζω οχύρωμα σε περιοχή που ανήκει στον εχθρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεπιτειχίσαι — ἀντεπιτειχίζομαι aor inf act ἀντεπιτειχίσαῑ , ἀντεπιτειχίζομαι aor opt act 3rd sg ἀντεπιτειχίζω raise a counter work aor inf act ἀντεπιτειχίσαῑ , ἀντεπιτειχίζω raise a counter work aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)